ἐνοχλήσεις

ἐνοχλήσεις
ἐνόχλησις
annoyance
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐνόχλησις
annoyance
fem nom/acc pl (attic)
ἐνοχλέω
trouble
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐνοχλέω
trouble
fut ind act 2nd sg
ἐνοχλέω
trouble
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐνοχλέω
trouble
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κἀνοχλήσεις — ἀνοχλήσεις , ἀνοχλέω aor subj act 2nd sg (epic) ἀνοχλήσεις , ἀνοχλέω fut ind act 2nd sg ἀ̱νοχλήσεις , ἀνοχλέω futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐνοχλήσεις , ἐνόχλησις annoyance fem nom/voc pl (attic epic) ἐνοχλήσεις , ἐνόχλησις annoyance fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του …   Dictionary of Greek

  • ανενοχλησία — ἀνενοχλησία, η (Μ) κατάσταση χωρίς ενοχλήσεις, ηρεμία …   Dictionary of Greek

  • απράγμων — κ. γμονας (Α ἀπράγμων, ον) [πράττω] αυτός που δεν έχει καμία ασχολία, αδρανής αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αναμιγνύεται στα πολιτικά 2. (για τόπο) αυτός που δεν έχει νόμους και δικαστήρια 3. (για πράγματα) αυτός που δεν προξενεί ενόχληση… …   Dictionary of Greek

  • βρόμη — Πόα μονοετής της οικογένειας των μονοκοτυλήδονων αγρωστωδών, που καλλιεργείται ευρύτατα για την παραγωγή σανού διατροφής ιπποειδών, βοοειδών κλπ. και για την εξαιρετική θρεπτική αξία των σπερμάτων της. Σχηματίζει μικρές τούφες από όρθια στελέχη,… …   Dictionary of Greek

  • γαστροκαρδιακός — ή, ό φρ. «γαστροκαρδιακό σύνδρομο» προκάρδια άλγη με πεπτικές ενοχλήσεις που οφείλονται σε ανύψωση τού αριστερού ημιδιαφράγματος …   Dictionary of Greek

  • δεντρί — το (AM δενδρίον) μικρό δένδρο νεοελλ. παροιμ. «όντας γεράσει το δεντρί, ξεράδια δεν τού λείπουν» ο ηλικιωμένος άνθρωπος έχει πάντοτε ενοχλήσεις στην υγεία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δενδρίον, από τον οποίο προέρχεται ο νεοελλ. τ. δεντρί, είναι… …   Dictionary of Greek

  • δύσκολος — η, ο (AM δύσκολος, ον) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια 2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος τού Μενάνδρου) 3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • εκουίζετο — Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των εκουιζετιδών. Αναπτύσσεται συνήθως σε υγρούς τόπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει έξι είδη: ε. το μείζον, ε. το αρουραίο, ε. το δασικό, ε. το ελόβιο, ε. το πολύκλαδο και ε. το χειμερινό. Το υπόγειο… …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”